- θύαρος
- θύαρος, ὁ (Α)αίρα η μεθυστική, ζιζάνιο τών σιτηρών με υπνωτικό δηλητηριώδη καρπό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (ΙΙ) «μαίνομαι» + κατάλ. -αρός, κατά τα κίσθ-αρος, κόμ-αρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θύαρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)